ΑΑΔΕ: Μόνιμη άρση του τραπεζικού απορρήτου και παρακολούθηση των λογαριασμών μας σε πραγματικό χρόνο
Αδιάκοπη πρόσβαση των φοροελεγκτικών υπηρεσιών στα δεδομένα των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών και των καρτών.
Την απευθείας ηλεκτρονική διασύνδεση των φοροελεγκτικών υπηρεσιών με το χρηματοπιστωτικό σύστημα σχεδιάζει η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων.
Η ΑΑΔΕ θα συλλέγει, θα επεξεργάζεται και θα αξιοποιεί τα στοιχεία που αφορούν τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών, των λογαριασμών πληρωμών, των προπληρωμένων καρτών και των πιστωτικών καρτών των φορολογουμένων.
Στόχος του σχεδίου αυτού είναι να διενεργούνται αυτόματα οι φορολογικοί έλεγχοι για απόκρυψη εισοδημάτων και παράνομη προσαύξηση περιουσίας και να λαμβάνονται άμεσα μέτρα διασφάλισης των δημοσίων εσόδων.
Το σχέδιο της ΑΑΔΕ προβλέπει ουσιαστικά διαρκή, αδιάκοπη πρόσβαση των φοροελεγκτικών υπηρεσιών στα δεδομένα των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών και των λογαριασμών πληρωμών των φυσικών και των νομικών προσώπων της χώρας, καθώς και στις κινήσεις των προπληρωμένων και πιστωτικών καρτών.
Τι θα βλέπει η ΑΑΔΕ
Προβλέπει δηλαδή μόνιμη άρση του τραπεζικού απορρήτου και παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο:
▪ όλων των καταθέσεων χρηματικών ποσών σε τραπεζικούς λογαριασμούς
▪ όλων των αναλήψεων χρηματικών ποσών από τραπεζικούς λογαριασμούς
▪ όλων των μεταφορών χρηματικών ποσών από λογαριασμό σε λογαριασμό
▪ όλων των πληρωμών που πραγματοποιούνται από και προς φυσικά και νομικά πρόσωπα μέσω τραπεζικών λογαριασμών
▪ όλων των πληρωμών που πραγματοποιούν τα φυσικά πρόσωπα μέσω προπληρωμένων και πιστωτικών καρτών, αλλά και των εξοφλήσεων οφειλών σε πιστωτικές κάρτες.
Τα παραπάνω προαναγγέλλονται στο Επιχειρησιακό Σχέδιο (Ε.Σ.) της ΑΑΔΕ για το τρέχον έτος και ειδικότερα περιγράφονται σε ειδικό κεφάλαιο του Ε.Σ. για τις δράσεις και τους στόχους δύο σημαντικών ψηφιακών μεταρρυθμίσεων τις οποίες προωθεί η Ανεξάρτητη Αρχή και οι οποίες αφορούν τον τρόπο διενέργειας των φορολογικών ελέγχων και τον τρόπο λειτουργίας των φοροελεγκτικών υπηρεσιών.
Ειδικότερα, στις σελίδες 47 και 50 του Ε.Σ. της ΑΑΔΕ για το 2024 αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής για τις δύο αυτές μεταρρυθμίσεις:
Ψηφιακός μετασχηματισμός των ελέγχων
Ο ψηφιακός μετασχηματισμός των φορολογικών ελέγχων στοχεύει στην αναβάθμιση των ψηφιακών υποδομών της ΑΑΔΕ, ώστε να είναι αποτελεσματικότερη η αξιοποίηση του μεγάλου όγκου δεδομένων που διαθέτει, καθώς και η παρακολούθηση των οικονομικών συναλλαγών. Με τη συγκεκριμένη μεταρρύθμιση επιδιώκεται να αντιμετωπιστούν σημαντικά θέματα ως προς την αξιοποίηση των παραπάνω δεδομένων, τα οποία λόγω του όγκου τους δεν μπορούν να αναλυθούν αποτελεσματικά με τα συμβατικά εργαλεία διαχείρισης δεδομένων που διαθέτει η Αρχή.
Προς τούτο, η μεταρρύθμιση στοχεύει, μεταξύ άλλων, σε:
▪ Ηλεκτρονική διασύνδεση με το χρηματοπιστωτικό σύστημα για τη συλλογή, επεξεργασία και αξιοποίηση των στοιχείων των τραπεζικών λογαριασμών για σκοπούς ελέγχου και λήψης μέτρων.
▪ Ανάπτυξη μηχανισμών λήψης αποφάσεων με βάση τα δεδομένα και αυτοματοποίηση διαδικασιών.
▪ Υλοποίηση ελέγχων και ερευνών από το γραφείο.
Περαιτέρω, δε, διευκρινίζεται ότι η μεταρρύθμιση αυτή συνίσταται, μεταξύ άλλων, στις ακόλουθες δράσεις:
▪ Αναθεώρηση και αναβάθμιση της συνεργασίας με το χρηματοπιστωτικό σύστημα για την τυποποίηση, αυτοματοποίηση και επέκταση των διαδικασιών ανταλλαγής δεδομένων.
▪ Εκσυγχρονισμό των δυνατοτήτων αξιοποίησης δεδομένων μέσω της ανάπτυξης ενός νέου περιβάλλοντος Επιχειρησιακής Ευφυΐας και Ανάλυσης Δεδομένων.
▪ Νέο Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα Φορολογίας, μέσω του οποίου θα υποστηρίζονται πλήρως η διαχείριση των υποθέσεων ελέγχου, η άμεση πρόσβαση για λόγους ελέγχου σε όλα τα διαθέσιμα δεδομένα των φορολογούμενων, η αυτοματοποίηση των διασταυρώσεων, η αυτοματοποίηση της σύνταξης των φύλλων και των αναφορών ελέγχου, καθώς και η υποστήριξη των e-κοινοποιήσεων.
Διαλειτουργικότητα πληροφοριακών συστημάτων
Στο πλαίσιο εξάλλου της μεταρρύθμισης που αφορά τον ψηφιακό μετασχηματισμό της Φορολογικής Διοίκησης, προγραμματίζεται, μεταξύ άλλων, η εφαρμογή μηχανισμών για τη διαλειτουργικότητα των πληροφοριακών συστημάτων της ΑΑΔΕ με τα συστήματα τραπεζικών πληροφοριών.
Στο μεταξύ, η ΑΑΔΕ έχει θέσει σε λειτουργία, ήδη από την αρχή του τρέχοντος έτους, ένα αναβαθμισμένο λογισμικό αυτόματης διενέργειας ελέγχων με σκοπό τον εντοπισμό περιπτώσεων αδήλωτων εισοδημάτων και αδικαιολόγητης προσαύξησης περιουσίας. Πρόκειται για το «Σύστημα Αυτοματοποιημένου Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας», το οποίο μπορεί να πραγματοποιεί ελέγχους-εξπρές ακόμη και σε βάθος δεκαετίας.
Το Σύστημα αυτό έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει και να επεξεργάζεται σε χρόνο-ρεκόρ και σε βάθος δεκαετίας στοιχεία και πληροφορίες για τις κινήσεις των πάσης φύσεως καταθετικών και επενδυτικών λογαριασμών, των λογαριασμών εξυπηρέτησης δανείων, των πιστωτικών καρτών και των λοιπών ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής των ελεγχόμενων προσώπων, καθώς και πληροφορίες για το περιεχόμενο των τραπεζικών τους θυρίδων και, εν συνεχεία, να διασταυρώνει τα στοιχεία αυτά με τα δεδομένα των φορολογικών τους δηλώσεων ώστε να εξάγει άμεσα αποτελέσματα εντοπισμού τυχόν αδήλωτων – αποκρυβέντων εισοδημάτων και εσόδων.
Με το εν λόγω Σύστημα μπορούν άμεσα να ελέγχονται όλες οι περιπτώσεις αδικαιολόγητης προσαύξησης περιουσίας που υποκρύπτουν τη διάπραξη αδικημάτων εκτεταμένης και μεγάλης φοροδιαφυγής. Σε κάθε περίπτωση που εντοπίζονται ποσά η απόκτηση των οποίων δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση τα δηλωθέντα εισοδήματα, τα ποσά αυτά χαρακτηρίζονται αυτόματα ως παράνομη «προσαύξηση περιουσίας» και φορολογούνται αυτοτελώς με συντελεστή 33%.
Ειδικότερα, μέσω του Συστήματος αυτού συλλέγονται και αξιοποιούνται τα δεδομένα του αρχείου χρηματοπιστωτικών προϊόντων και αναλυτικών χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, των κινήσεων τραπεζικών λογαριασμών, λογαριασμών πληρωμών και λοιπών χρηματοοικονομικών προϊόντων και αναλυτικών χρηματοπιστωτικών συναλλαγών των ΑΦΜ για τα οποία έχει εκδοθεί εντολή ελέγχου στο ΟΠΣ ELENXIS. Ο έλεγχος αφορά τόσο καταθέσεις, ρέπος, ασφαλιστικά προϊόντα, παράγωγα, μετοχές όσο και δάνεια και θυρίδες.
Υπόχρεοι και στοιχεία
Ως «Υπόχρεα Πρόσωπα διαβίβασης δεδομένων» στο Σύστημα ορίζονται: τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα του Ν.4261/2014, συμπεριλαμβανομένων και των υποκαταστημάτων αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων, τα ιδρύματα πληρωμών του Ν.4537/2018, τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος του Ν.4021/2011, τα οποία δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, με ή χωρίς φυσική εγκατάσταση και τηρούνται στο Μητρώο της Τράπεζας της Ελλάδος. Τα στοιχεία που καλούνται να αποστέλλουν οι τράπεζες και τα λοιπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στις αρχές είναι οι κινήσεις που έχουν πραγματοποιηθεί σε κάθε:
1. Καταθετικό λογαριασμό πρώτης ζήτησης.
2. Καταθετικό προθεσμιακό λογαριασμό.
3. Χορηγητικό λογαριασμό (λογαριασμό εξυπηρέτησης δανείου).
4. Επενδυτικό λογαριασμό (Παντός είδους χαρτοφυλάκια επενδυτικών προϊόντων και αξιογράφων, όπως αμοιβαία κεφάλαια, ομόλογα, μετοχές, τραπεζοασφάλιστρα, παράγωγα, Repos κ.λπ.)
5. Άλλου είδους τραπεζικό λογαριασμό.
6. Πιστωτική Κάρτα.
7. Τραπεζική Θυρίδα.
8. Λογαριασμό Πληρωμών.
9. Προπληρωμένη κάρτα (prepaid).
10. Ηλεκτρονικό πορτοφόλι.
Τα στοιχεία και οι πληροφορίες που διαβιβάζονται, δύναται να ανατρέχουν στην τελευταία δεκαετία από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος παροχής πληροφοριών, ενώ κάθε αίτημα πρέπει να απαντηθεί το αργότερο εντός δύο εργάσιμων ημερών. Έχει ουσιαστικά επιταχυνθεί η διαδικασία του ελέγχου και προσδιορίζεται η φορολογητέα ύλη κατ’ έτος, για κάθε ελεγχόμενο ΑΦΜ, αφού με την υποβολή αιτήματος από την ΑΑΔΕ τα υπόχρεα ιδρύματα πρέπει να την ενημερώσουν για κάθε στοιχείο και πληροφορία που αφορά το ελεγχόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα με το οποίο συναλλάσσονται.